- προφητεῦσαν
- προφητεύωto be aaor part act neut nom/voc/acc sgπροφητεύωto be aaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μανδάνη — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Κόρη του βασιλιά των Μήδων Αστυάγη. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, όταν ήταν μικρή, ο πατέρας της την είδε στο όνειρό του να ουρεί τόσο πολύ, ώστε πλημμύρισε ολόκληρη την Ασία. Στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Καμβύση και, τον πρώτο… … Dictionary of Greek